κόλπωμα — bellying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπωμάτων — κόλπωμα bellying neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώμασιν — κόλπωμα bellying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώματα — κόλπωμα bellying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώματι — κόλπωμα bellying neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώματος — κόλπωμα bellying neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυκυστικός — ή, ό όρος που αναφέρεται σε διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς (α. «ευθυκυστική πτυχή» β. «ευθυκυστικό κόλπωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κυστικός] … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
οπισθοτυφλικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται πίσω από το τυφλό έντερο («οπισθοτυφλικό κόλπωμα») … Dictionary of Greek
ροζενμυλλέρειος — α, ο, Ν φρ. «ροζενμυλλέρειος βόθρος» ανατ. σχισμοειδές κόλπωμα δίπλα στο φαρυγγικό στόμιο τής ευσταχιανής σάλπιγγας … Dictionary of Greek