κόλπωμα

κόλπωμα
το (AM κόλπωμα) [κολπώ]
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός τού σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόλπωμα — bellying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπωμάτων — κόλπωμα bellying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώμασιν — κόλπωμα bellying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματα — κόλπωμα bellying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματι — κόλπωμα bellying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματος — κόλπωμα bellying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυκυστικός — ή, ό όρος που αναφέρεται σε διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς (α. «ευθυκυστική πτυχή» β. «ευθυκυστικό κόλπωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κυστικός] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοτυφλικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται πίσω από το τυφλό έντερο («οπισθοτυφλικό κόλπωμα») …   Dictionary of Greek

  • ροζενμυλλέρειος — α, ο, Ν φρ. «ροζενμυλλέρειος βόθρος» ανατ. σχισμοειδές κόλπωμα δίπλα στο φαρυγγικό στόμιο τής ευσταχιανής σάλπιγγας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”